- οικοδεσπότης
- οθηλ. οικοδέσποινα1. ο αρχηγός της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού.2. ιδιοκτήτης του σπιτιού, σπιτονοικοκύρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οἰκοδεσπότης — master masc nom sg οἰκοδεσποτέω to be master of a house imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδεσπότης — ο (Α οἰκοδεσπότης) ο αρχηγός τής οικογένειας, ο κύριος τού σπιτιού, ο νοικοκύρης αρχ. 1. ντόπιος κυβερνήτης 2. ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσπότης] … Dictionary of Greek
οἰκοδεσπόται — οἰκοδεσπότης master masc nom/voc pl οἰκοδεσπότᾱͅ , οἰκοδεσπότης master masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσποτῶν — οἰκοδεσπότης master masc gen pl οἰκοδεσποτέω to be master of a house pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπόταις — οἰκοδεσπότης master masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπότην — οἰκοδεσπότης master masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπότου — οἰκοδεσπότης master masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπότῃ — οἰκοδεσπότης master masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek
οἰκοδεσπότα — οἰκοδεσπότᾱ , οἰκοδεσπότης master masc nom/voc/acc dual οἰκοδεσπότης master masc voc sg οἰκοδεσπότᾱ , οἰκοδεσπότης master masc gen sg (doric aeolic) οἰκοδεσπότης master masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)